- συντιλλέσθω
- σύν-τίλλωb.pres imperat mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντίλλω — Α (συν. το παθ.) συντίλλομαι μαδιέμαι επίσης («οὐδὲ μάτην τίλλεσθαι... ὄρνιν ἔοικεν ἤ συντιλλέσθω Δήλιε και Πολέμων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τίλλω «μαδώ»] … Dictionary of Greek